- προϋποστυφή
- ἡ, Α1. η προπαρασκευή τού μαλλιού με στυπτικές ουσίες πριν από τη βαφή2. μτφ. η επίπονη προετοιμασία, που θυμίζει τη διαδικασία συστολής τών μαλλιών πριν από τη βαφή με στυπτικές ουσίες («οἱ πόνοι προϋποστιφαί τινες τοῑς παισίν εἰσι... ἀρετῆς», Θεανώ Επιστ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ὑπό + στύφω «συστέλλω, συμπυκνώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.